ξυλάς

ξυλάς
ο , ξυλού η
1) торгов'.ец, -ка лесоматериалами; 2) (реже) торговец, -ка дровами, углем (и другим топливом)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ξυλάς" в других словарях:

  • ξυλάς — ο [ξύλο] 1. πωλητής ξυλείας, ο ξυλέμπορος 2. πωλητής καύσιμης ξυλείας …   Dictionary of Greek

  • ξυλάς — ο αυτός που πουλάει ξύλα ή ξυλεία, ο ξυλέμπορος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ξύλας — Σύλᾱς , Σύλευς masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύλας — σύ̱λᾱς , σύλη the right of seizing the ship fem acc pl σύ̱λᾱς , σύλη the right of seizing the ship fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • ξυλέμπορος — ο αυτός που κάνει εμπόριο ξυλείας ή ξύλων, αλλ. ξυλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»